- εὔστιπτος
- εὔστιπτος, [dialect] Ep. ἐΰστ-, ον,A closely-woven or well-fulled,
φᾶρος A.R. 2.30
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φᾶρος A.R. 2.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εΰστιπτος — ἐΰστιπτος, ον (Α) υφασμένος πυκνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στιπτός (< στείβω, «πατώ με πόδι»), που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι τού ρ. στείβ ω] … Dictionary of Greek
εὔστιπτον — εὔστιπτος closely woven masc/fem acc sg εὔστιπτος closely woven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)